- Καλαμινθιος
- ΚαλαμίνθιοςΚᾰλᾰμίνθιοςὅ Каламинтий, «Любитель кошачьей мяты», «Мятолюб» (имя лягушки) Batr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καλαμίνθιος — καλαμίνθιος, ὁ (Α) [καλαμίνθη] κωμική προσωνυμία ενός είδους βατράχου … Dictionary of Greek
Καλαμίνθιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαμίνθιον — Καλαμίνθιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)